ακάνθινος

ακάνθινος
-η, -ο και αγκάθινος, -η, -ο (Α ἀκάνθινος, -ίνη, -ον) [ἄκανθα]
φτιαγμένος με αγκάθια
«ακάνθινο στεφάνι», «πλέξαντες ἀκάνθινον στέφανον»
αρχ.
1. κατασκευασμένος από την αιγυπτιακή «ἄκανθα» (είτε από το ξύλο τού δέντρου είτε από το εσωτερικό τού φλοιού)
«ἱστῴ ἀκανθίνῳ χρέονται» (Ηρόδ. Β, 96)
«δένδρον ἐξ ἀκάνθης φλοιὸν ἀφιέναι ἐξ οὗ ὑφάσματα γίνεται κάλλιστα» (Στράβ. Γ, 5, 10)
2. μτφ. ακανθώδης, δύσκολος, τραχύς
«ἐν ἀκανθίνοις ἀτραποῑς» (Ανακρ. 53, 12)
3. «ἀκάνθινος πάππος» — το γήρειον, το χνούδι που βγαίνει από μερικά είδη αγκαθιών και αιωρείται στον αέρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀκάνθινος — of thorns masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακάνθινος — η, ο αγκαθένιος: Φόρεσαν στο Χριστό ακάνθινο στεφάνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκάνθινον — ἀκάνθινος of thorns masc acc sg ἀκάνθινος of thorns neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκανθίναις — ἀκάνθινος of thorns fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκανθίνη — ἀκάνθινος of thorns fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκανθίνης — ἀκάνθινος of thorns fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκανθίνοις — ἀκάνθινος of thorns masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκανθίνου — ἀκάνθινος of thorns masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκανθίνῳ — ἀκάνθινος of thorns masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκάνθινα — ἀκάνθινος of thorns neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”